🇬🇷 el en 🇬🇧

ανφάν γκατέ adjective

  /anˈfan ɡaˈte/ , /ɑ̃ˈfɑ̃ ɡɑˈte/
  • χαϊδεμένος, παραχαϊδεμένος (συνήθως κοσμικός) νέος ή νέα, (συνεκδοχικά) κακομαθημένος
bright young, bright young things
  • (παρωχημένο, κυριολεκτικά, όπως στα γαλλικά:) παραχαϊδεμένο, κακομαθημένο παιδί από τους γονείς του
spoilt child
Wiktionary Links